- ἐπάρουρος
- ἐπ-άρουρος (ἄρουρα): bound to the soil (as a serf), Od. 11.489†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επάρουρος — ἐπάρουρος, ον (AM) 1. επίγειος 2. αυτός που εργάζεται στους αγρούς, δουλοπάροικος («βουλοίμην κ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρουρα «χωράφι»] … Dictionary of Greek
ἐπάρουρος — attached to the soil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάρουρον — ἐπάρουρος attached to the soil masc/fem acc sg ἐπάρουρος attached to the soil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)